Dictionary of Greek. 2013.
φάκοψις — όψεως, ὁ, ἡ, ΜΑ φακοφόρος*, φακᾱς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + ὄψις] … Dictionary of Greek
φακώδης — ῶδες, Α [φακός] φακοφόρος*, φακᾱς* … Dictionary of Greek